Της Θεοδώρας Ατζεμιάν.
Φοβάμαι μαμά. Αλλά εδώ σ’ αυτό το δισύλλαβο, φοβάται η μάνα. Τρέμει η ψυχή της. Βλέπει τα παιδιά της να βγάζουν γκρίζο χρώμα στα μαλλιά και να γεμίζουν ρυτίδες, πρόωρα.
Δεν το κέρδισαν τίμια το πλεονέκτημα αυτό.
Τους πρόλαβε το βάσανο.
Δεν είναι ανάγκη να πουν πολλά. Στο μαρτυρούν τόσες λεπτομέρειες που τα λόγια πια δεν προσθέτουν τίποτα.
Τα μάτια μαρτυρούν την αγωνία τους. Παλεύουν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν τη μύτη της νεοσύστατης οικογένειας στο οξυγόνο.
Δεν το κέρδισαν τίμια το πλεονέκτημα αυτό.
Τους πρόλαβε το βάσανο.
Δεν είναι ανάγκη να πουν πολλά. Στο μαρτυρούν τόσες λεπτομέρειες που τα λόγια πια δεν προσθέτουν τίποτα.
Τα μάτια μαρτυρούν την αγωνία τους. Παλεύουν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν τη μύτη της νεοσύστατης οικογένειας στο οξυγόνο.