Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

18 Αυγούστου: Γιορτή του Αγίου Αγαπίου Γαλατίστης

Αποτέλεσμα εικόνας για αγιος αγαπιος


Ιερομόναχος Βενέδικτος Νεοσκητιώτης:
Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Ἀγάπιος
ὁ ἐκ Γαλατίστης (1997)
Εκκλησία Παναγίας Γαλάτιστα 

Στο β΄ κεφάλαιο του Περὶ τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ(1904)έργου του ο άγιος Νεκτάριος σημειώνει χαρακτηριστικά: «Κατὰ τὴν ὀρθόδοξον ἄρα ἔννοιαν τὴν διδομένην τῇ Ἐκκλησίᾳ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ὡς ἅγια τῆς Ἐκκλησίας μέλη, ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, εὐρίσκονται ἐν ἀδιαρρήκτω μετὰ τῆς Ἐκκλησίας ἑνότητι. Ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας εὑρίσκονται ἐν συναισθήσει τῶν λειτουργιῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ συναινοῦσι καὶ συνδοξάζουσι μετὰ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας τὸν Σωτήρα ...». Και καταλήγει:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ νοήσῃ διάσπασιν καὶ χωρισμὸν τῶν ἑαυτῆς μελῶν, τῶν τε ζώντων καὶ τεθνεώτων, διότι ἀδυνατεῖ νὰ νοήσῃ μέλη Χριστοῦ χωρισθέντα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μετὰ θάνατον καὶ κατασταθέντα νεκρὰ καὶ ἀναίσθητα. Ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ ἐννοήσῃ τοιοῦτον χωρισμὸν μετὰ τὴν μετὰ τοῦ Κυρίου ἕνωσιν, ἀδυνατεῖ νὰ ἐννοήσῃ μέλη αὐτῆς λαβόντα τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴν καὶ μὴ ἔχοντα πλέον αὐτὴν, ἀδυνατεῖ νὰ ἐννοήσῃ μέλη ἄνευ νοήσεως, ἄνευ συναισθήσεως ...»[1].Ο ορισμός, επομένως, της Εκκλησίας ως «Σώματος Χριστού» σημαίνει ότι τα μέλη της, ως μέλη του σώματος του Χριστού,μετέχουν κατά παραχώρηση του Θεού στην αγιότητά του. Είναι η αγιότητα του Σώματος του Χριστού αυτή που καθιστά τα μέλη του άγια και ποτέ το αντίθετο. Οι άγιοι, κατά συνέπεια, δεν έγιναν φορείς της χάριτος του Θεού επειδή κατόρθωσαν να κάνουν κάποια έργα που τους εξασφάλισαν τη σωτηρία, ούτε ασφαλώς μπορούν οι ίδιοι να σώσουν κάποιους, η σταθερή προσήλωσή τους όμως στον αγώνα να παραμείνουν ενωμένοιμε τον Χριστό τους αξίωσε να γίνουν αποδέκτες της δωρεάς του Θεού. Έτσι, η τιμή των αγίων είναι πρωτίστως τιμή προς τον Θεό, ο οποίος αναδεικνύει ορισμένους ανθρώπους ώστε να αποτελέσουν πρότυπα αγιότητας για τους υπόλοιπους. Πραγματική, κατά συνέπεια, τιμή για τους αγίους είναι η προσπάθεια των μελών της Εκκλησίας να παραμείνουν σε κοινωνία με τον Χριστό, ακολουθώντας το πρότυπο των αγίων.
            Ο άγιος Αγάπιος γεννήθηκε γύρω στα 1710στη Γαλάτιστα της Χαλκιδικής που τότε αποτελούσε έδρα επισκοπής και ήταν περίφημη για τους Γαλατσάνους αγιογράφους της έργα των οποίων σώζονται σε διάφορα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Αφού έλαβε την εγκύκλια μόρφωση στην πατρίδα του,νέος ακόμη, μετέβει στους Αγίους Τόπους, όπου παρέμεινε, εκάρει μοναχός και έγινε μέλος της Αγιοταφικής Αδελφότητος. Μετά τη χειροτονία του από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Παρθένιο (1737 – 1766 μ.Χ.), σε ιερέα του Παναγίου Τάφου, στάλθηκε ως οικονόμος του μετοχίου του Παναγίου Τάφου, τον ναό της Νέας Παναγίας κοντά στον Λευκό Πύργο, στη Θεσσαλονίκη. Κατά την εκεί παραμονή του δίδασκε στην Αστική Σχολή Θεσσαλονίκης.Το 1743 ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Παρθένιος έστειλε τον αρχιμανδρίτη Αγάπιο στη Μόσχα για συλλογή χρηματικής βοήθειας πρός εξόφληση των χρεών τού Πατριαρχείου. Η αποστολή του στέφθηκε με επιτυχία και το 1747 και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη,όπου συνέχισε το διδακτικό του έργο, ενώ αγότερα δίδαξε ως καθηγητής στην Αθωνιάδα Ακαδημία, κοντά στη μονή Βατοπαιδίου. Με υπόδειξη τουφημισμένου για τη μόρφωσή του Ευγενίου Βούλγαρη ο Αγάπιος διορίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Σχολάρχης της Αθωνιάδος, αλλά στις 18 Αυγούστου 1752, επιστρέφοντας από τη Γαλάτιστα στη Θεσσαλονίκη, έπεσε σε ενέδρα κακοποιών Γενιτσάρων κοντά στη Θέρμη και πέθανε μαρτυρικώς[2].
            Αυτό που χαρακτήριζε τον άγιο Αγάπιο ήταν τόσο η ακλόνητη πίστη του στον Χριστό όσο και η πεποίθησή του πως η ανάσταση του Γένους των Ορθοδόξων θα επιτευχθεί με την παιδεία και την πνευματική αναγέννησή του. Αυτό προκύπτει από την όλη δράση του αγίου και την ενασχόλησή του με τα γράμματα, αλλά και από τη συγχαρητήρια επιστολή που του έστειλε ο διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Βούλγαρης στις 10 Απριλίου 1752 από τα Ιωάννινα με αφορμή την ανάληψη των καθηκόντων του στην Αθωνιάδα[3].
            Με βάση όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με την τιμή που αποδίδεται στους αγίους, πραγματική τιμή για τον διδάσκαλο του Γένους άγιο Αγάπιο είναι να ξαναβρούν οι σύγχρονοι Έλληνες αυτό που φαίνεται πως έχασαν, την αυτοπεποίθησή τους η οποία τους χαρακτήριζε πάντα και γέννησε τους μεγάλους ευεργέτες και τους δασκάλους του Γένους, ακόμη και στις πιο δυσμενείς για την επιβίωση του Ελληνισμού συνθήκες. Να συνειδητοποίησουν ότι προέρχονται από ένα γένος πολύ πιο αρχαίοκαι είναι φορείς ενός πολιτισμού πολύ πιο παραγωγικού από αυτόν στον οποίο προσπαθούννα ενταχθούνως σύγχρονοι Ευρωπαίοι. Να αντιληφθούν ότι αυτό από το οποίο πρωτίστως έχει ανάγκη η χώρα είναι ανάπτυξη των πνευματικών δυνάμεων των πολιτών της, ώστε αυτές με τη σειρά τους να εξελιχθούν σε δημιουργικές δυνάμεις που θα τους απελευθερώσουν από την εθελόδουλη υποταγή στους νόμους της αγοράς και θα τους οδηγήσουν στην αναζήτηση ενός διαφορετικού νοήματος ζωής από την καταναλωτική ευχέρεια.       
            Με βάση τα παραπάνω, η αναφορά σε Δασκάλους του Γένους δεν μπορεί να αποτελεί μια απλώς επετειακή ρητορεία, αλλά αφορμή για επαναξιολόγηση της όλης κατάστασης και συνειδητή απόφαση για επιστροφή σε όλον τον πνευματικό πλούτο που παρήγαγε η πάλη των Eλλήνων για νοηματοδότηση της ζωής. Μόνο μια πολιτική πρακτική που θα υπηρετήσει θεσμικά αυτή την επιστροφή, θα μπορέσει ίσως να δώσει προοπτικές ανάστασης.
            Όπως συμβαίνει με όλες τις προτάσεις ζωής, έτσι και η πρόταση του Χριστού:
«Όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας πρέπει να γίνει υπηρέτης σας· και όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος πρέπει να γίνει δούλος όλων».
που αποτέλεσε την πνευματική αφετηρία των μεγάλων ευεργετών και διαδασκάλων του Γένους, δεν υπάρχει τρόπος να διαπιστωθεί η αλήθεια τους με λογικά επιχειρήματα, παρά μόνο με την εμπειρία. Εμπιστεύεται κανείς τον Ιησού και αποφασίζει να θεμελιώσει τη ζωή του σε εντελώς άλλες βάσεις ή δεν τον εμπιστεύεται και επιλέγει δικούς του δρόμους. Μόνον όταν θυσιάσει κανείς κάτι, μπορεί στη συνέχεια να αξιολογήσει αν άξιζε να το κάνει. Θα πρέπει ο καθένας να κοιτάξει κανείς βαθιά μέσα του και να πάρει τις δικές του, αυστηρά προσωπικές, αποφάσεις, για το πώς θα χειριστεί τη ζωή του. Αν θα εμπιστευτεί πραγματικά τον Ιησού Χριστό και θα αποφασίσει να τον ακολουθήσει στ’ αλήθεια, κάνοντας κάτι ριζοσπαστικό ή αν θα περιοριστεί σε μια μίζερη θρησκευτικότητα.

Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.




[2] Η πρώτη εκδήλωση πρός τιμήν του αγίου Αγαπίου έγινε το 1977 στη γενέτειρα του από τον μητροπολίτη Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Νικόδημο, με ενέργειες του πρωτοσυγκέλλου αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου Μαϊδώνη. Την ιερά ακολουθία προς τιμήν του αγίου συνέθεσε ο υμνογράφος Χαραλάμπης Μπούσιας.
[3]Η επιστολή φυλασσόταν στο αρχείο του λόγιου επισκόπου Καμπανίας Θεοφίλου (1749 – 1795μ.Χ.), ο οποίος υπήρξε μαθητής του Βούλγαρη στα Ιωάννινα. Όπως σημειώνει ο Θεόφιλος, «Ἡ ἐπιστολὴ αὕτη ἐπέμφθη τῷ σοφωτάτῳ ἀρχιμανδρίτῃ τοῦ Παναγίου Τάφου Κυρίῳ Ἀγαπίῳ, ὅν περ ἀπέκτειναν ἔξω τῆς Θεσσαλονίκης, κακοποιοὶ φονεῖς Γενίτζαροι, ἐπανακάμπτοντα ἀπὸ Γαλατίστης τῆς πατρίδος αὐτοῦ κατὰ τῇ αψνβ΄ Αυγούστου ιη΄! Φεῦ τῷ δυστυχεῖ γένει ἡμῶν διὰ τὴν στέρησιν τοιούτου σοφωτάτου ἀνδρός. Ὅντως τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ ἄβυσσος πολλή». Βλ. Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Βατοπαιδινὸ Συναξάρι, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος, 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου