Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Κυριακή του Τυφλού: Η πνευματική τυφλότητα (Ιωα 9:1-38)


Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη του τυφλου

Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Κοσμήτορας Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.


 Περιεχόμενο του ευαγγελικού αναγνώσματος της Κυριακής της έκτης αναστάσιμης εβδομάδας συνιστά το έκτο από τα επτά θαύματα που αφηγείται το Κατὰ Ἰωάννην Ευαγγέλιον. Ο στόχος των αφηγήσεων αυτών δεν είναι ιστορικός, να περιγράψουν κάποιο επεισόδιο της ζωής του Ιησού, ούτε ψυχολογικός, να εντυπωσιάσουν τους ακροατές με την επίδειξη της δύναμης του Ιησού, αλλά καθαρά θεολογικός, να παρουσιάσουν το ποιος είναι ο Ιησούς και ποιο είναι το έργο του.
Τα θαύματα λειτουργούν στην προκειμένη περίπτωση ως σημάδια αυτού που αποκαλείται “Βασιλεία του Θεού” και ως παραδείγματα των δυνατοτήτων που έχουν οι χριστιανοί να εξαφανίσουν το κακό από τον κόσμο.  Αυτός είναι ο λόγος που τα θαύματα που περιέχονται στο Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ονομάζονται «σημεῖα» (= σημάδια).
     Το έκτο από τα “σημάδια” αυτά αναφέρεται στη θεραπεία ενός εκ γενετής τυφλού. Η θεραπεία όμως αυτή προκαλεί μια σειρά θεολογικών συζητήσεων στη συναγωγή, που αποδεικνύουν το πόσο δύσκολο είναι για τον προκατειλημμένο άνθρωπο, τον άνθρωπο που έχει κλειστά τα μάτια της ψυχής του, να δει την πραγματικότητα. Αν και κεντρικό πρόσωπο της περικοπής είναι ένας τυφλός άνθρωπος, το περιεχόμενό της αναφέρεται περισσότερο στην πνευματική τυφλότητα. Και είναι η πνευματική τυφλότητα αυτή που προκαλεί τη δίκαιη αγανάκτηση του Ιησού και τον αναγκάζει να πει, απευθυνόμενος σε εκείνους οι οποίοι αμφισβητούσαν το θαύμα που με τα ίδια τους τα μάτια είδαν, ότι: «Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα ήσασταν ένοχοι· αφού όμως ισχυρίζεστε: Εμείς βλέπουμε, η ενοχή σας παραμένει»[1].
     Είναι τόσο εντυπωσιακοί οι διάλογοι που παραθέτει ο ευαγγελιστής μετά τη θεραπεία του τυφλού, ώστε περνάει συχνά απαρατήρητος ένας άλλος συντομότερος διάλογος, που προηγείται της θεραπείας και διεξάγεται μεταξύ του Ιησού και των μαθητών του. Μόλις οι μαθητές είδαν τον τυφλό, ρώτησαν τον Ιησού: «Δάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;»[2].Και ο Χριστός απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν»[3].
     Αν το ερώτημα των μαθητών ηχεί κάπως παράξενα στα αφτιά του σύγχρονου ανθρώπου, η απάντηση του Ιησού εκπλήσσει ακόμη περισσότερο, καθώς φαίνεται αδιανόητο για τη σύγχρονη περί δικαιοσύνης του Θεού αντίληψη ότι ένας άνθρωπος μπορεί να αφεθεί από τον Θεό να υποφέρει τόσα χρόνια, χωρίς μάλιστα να φταίει, μόνο και μόνο για να δοθεί η ευκαιρία στον Χριστό να δείξει τη δύναμή του.
     Το πρόβλημα είναι πανάρχαιο και δεν τίθεται εδώ για πρώτη φορά. Το ζήτημα γιατί ο Θεός, ενώ είναι δίκαιος, επιτρέπει να υποφέρουν οι καλοί και αφήνει ατιμώρητους τους κακούς απασχόλησε τους πιστούς όλων των εποχών σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Είναι γνωστό το με πόση ένταση τίθεται το πρόβλημα σε αρκετά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως σε εκείνο του Εκκλησιαστή, ο συγγραφέας του οποίου, φτάνοντας σε αδιέξοδο, καταλήγει στο γνωστό: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»[4]και βρίσκει μάταιο ακόμη και τον αγώνα του ανθρώπου για ηθική και πνευματική τελείωση. Ή το βιβλίο του Ιώβ, όπου ο δίκαιος αλλά βασανισμένος εκείνος άνθρωπος εκφράζει με όλη τη δύναμη της ψυχής του το παράπονό του προς τον Θεό για την αδικία που υφίσταται. Κυρίαρχη αντίληψη στον ιουδαϊσμό κατά τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες ήταν ότι ο δίκαιος άνθρωπος αμείβεται από τον Θεό με πλούτη, μακροζωία και πολλά παιδιά. Ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη αυτή η αντίληψη, ώστε, αν κάποιος ήταν φτωχός, άρρωστος ή δεν είχε παιδιά, να νιώθει ντροπή, γιατί οι συνάνθρωποί του τον θεωρούσαν αμαρτωλό. Φορείς, λοιπόν, της ίδιας αντίληψης και οι μαθητές του Χριστού, του θέτουν, μόλις αντικρίζουν τον τυφλό, το ερώτημα για το ποιος αμάρτησε. Είναι τόσο βέβαιοι ότι κάθε αρρώστια οφείλεται σε κάποια αμαρτία, ώστε δεν σκέφτονται ότι ο άνθρωπος εκείνος γεννήθηκε τυφλός και, επομένως, η πάθησή του δεν θα μπορούσε να οφείλεται σε δική του αμαρτία.
     Οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, αν και συζήτησαν ευρύτατα το πρόβλημα, δεν κατέληξαν σε κάποια ικανοποιητική λύση. Η απάντηση του Ιησού θέτει το θέμα σε μια εντελώς διαφορετική βάση. Η μόνη δύναμη που μπορεί να εξαφανίσει το κακό από τον κόσμο είναι η δύναμη του Θεού: «Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο» θα πει λίγο παρακάτω[5]. Το κακό, λοιπόν δεν υφίσταται από μόνο του, αλλά κάνει την εμφάνισή του εκεί όπου υποχωρεί το καλό. Ο Θεός δεν δημιούργησε το κακό, άλλα, όπως βεβαιώνει η ΠαλαιάΔιαθήκη, έκανε τον κόσμο τέλειο, έκανε τα πάντα «καλὰ λίαν»[6]. Έτσι, το κακό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά υποχώρηση του καλού. Εμφανίστηκε όταν ο άνθρωπος απέτυχε να παραμείνει σε κοινωνία με τον Θεό. Με τον ερχομό όμως του Χριστού, ο Θεός βρίσκεται και πάλι ανάμεσα στους ανθρώπους, οπότε θα έπρεπε να έχει εξαφανιστεί το κακό ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να υποφέρουν εκείνοι που θεωρούν τους εαυτούς τους καλούς χριστιανούς.
     Η απάντηση στους παραπάνω προβληματισμούς προκύπτει από τη συνέχεια της περικοπής: Όσο θα υπάρχουν πνευματικά τυφλοί άνθρωποι, άνθρωποι που αδυνατούν να αναγνωρίσουν την παρουσία του Θεού στον κόσμο, το κακό δεν θα πάψει να κυριαρχεί στον κόσμο. Και από το σημείο αυτό αρχίζει η ευθύνη του κάθε χριστιανού χωριστά. Στη σκέψη των περισσότερων χριστιανών κυριαρχεί ακόμη και σήμερα η παλιά ιουδαϊκή αντίληψη, έστω και κάπως παραλλαγμένη: Αν κάποιος προσπαθεί να είναι καλός, αν φροντίζει για την ηθική και πνευματική του βελτίωση, ο Θεός θα τον προστατεύει και θα τον ανταμείψει· αν όχι σε αυτήν τη ζωή, οπωσδήποτε στην άλλη. Στη σκέψη της μετά θάνατον ανταμοιβής επαναπαύονται πολλοί χριστιανοί και ξεχνούν ότι ο Χριστός ήρθε σ’ αυτήν τη ζωή, ήρθε για να αλλάξει αυτόν τον κόσμο και όχι κάποιον ουράνιο. Αν ο αγώνας των χριστιανών δεν αφορά στην αλλαγή ολόκληρου του κόσμου, όσο και να βελτιώνει ο καθένας τον εαυτό του, το κακό δεν θα πάψει να καταδυναστεύει τους ανθρώπους, είτε είναι χριστιανοί είτε όχι. Αυτό γίνεται ευκολότερα κατανοητό με το παράδειγμα του χειρισμού των ενεργειακών πηγών της γης. Σήμερα όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι οι πηγές ενέργειας και οι άλλοι πόροι της γης εξαντλούνται με γοργούς ρυθμούς. Αν κάποιος, ως συνειδητός πολίτης, δεν κάνει σπατάλες, αλλά ο γείτονάς του αφήνει μέρα νύχτα τα φώτα ανοιχτά, τελικά θα πληρώσουν όλοι ακριβότερα το ρεύμα, και αυτός που έκανε οικονομία και εκείνος που έκανε σπατάλη. Το παράδειγμα αυτό μπορεί να επεκταθεί σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Δεν φτάνει να βρει κανείς το φως, αλλά πρέπει να κάνει και τους άλλους να το δουν. Αν το κακό εξακολουθεί να κυριαρχεί στον  κόσμο, δεν φταίει ο Θεός γι’ αυτό, αλλά οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι χριστιανοί, που δεν αγωνίζονται όσο πρέπει για την επικράτηση του καλού. Όσο οι χριστιανοί θα μένουν κλεισμένοι στον εαυτό τους, όσο περισσότερο θα φροντίζουν για την ατομική τους σωτηρία, τόσο περισσότερο χώρο αφήνουν για το κακό.
     Από τα παραπάνω προκύπτει ότι βασική προϋπόθεση για την απαλλαγή του κόσμου από το κακό είναι η απαλλαγή των χριστιανών από το σύνδρομο της ατομικής σωτηρίας. Και για να επιτευχθεί αυτό απαιτούνται ορισμένα βήματα που παρουσιάζονται παραστατικότατα μέσα από την περιγραφή των αντιδράσεων των χαρακτήρων που εμφανίζονται στην παραπάνω ευαγγελική περικοπή. Οι γείτονες του τυφλού αναγνωρίζουν το θαύμα, προφανώς πιστεύουν στον Θεό, το αντιμετωπίζουν όμως συναισθηματικά· θαυμάζουν, απορούν, κάνουν κάποιες ερωτήσεις από περιέργεια και στη συνέχεια αποφασίζουν ότι δεν τους αφορά άμεσα και αναθέτουν την υπόθεση στους ειδικούς. Έτσι, ενώ ο γείτονάς τους τους μίλησε για τον Χριστό, αυτοί δεν τον αναζήτησαν. Ένα πρώτο βήμα, λοιπόν, στον αγώνα των χριστιανών προς την κατεύθυνση της απαλλαγής του κόσμου από το κακό είναι η συνειδητή απόφαση να προσεγγίσει κανείς τη σχέση του με τον Θεό σοβαρά.
     Οι Φαρισαίοι στους οποίους οδηγείται ο πρώην τυφλός δεν αρνούνταν τον Θεό ούτε τη δυνατότητά του να κάνει θαύματα ούτε το ίδιο το θαύμα αμφισβητούν. Στο απόλυτα τεκμηριωμένο και λεπτομερειακά δομημένο θεολογικό τους σύστημα όμως δεν χωράει ο Χριστός. Προτιμούν, λοιπόν, την ασφάλεια της θεολογικής τους βεβαιότητας από τον κίνδυνο της ενδεχόμενης πτώσης σε αίρεση και αρνούνται την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, χάνοντας έτσι τη δυνατότητα της συνάντησης με τον Χριστό. Η απάντησή τους στην πρόκληση του πρώην τυφλού είναι χαρακτηριστική: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή· εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στον Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε από πού ήρθε»[7].Το δεύτερο, επομένως, βήμα στον αγώνα των χριστιανών κατά του κακού είναι η παραίτηση από τις θεολογικές βεβαιότητες και προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και το τρίτο βήμα.
     Οι γονείς του τυφλού πιστεύουν στον Θεό, αναγνωρίζουν το θαύμα, ξέρουν και ποιος το έκανε. Η αντίδρασή τους όμως απέναντι σε όλα αυτά αποτελεί τυπικό παράδειγμα της politically correct συμπεριφοράς. Αιτία αυτής της συμπεριφοράς είναι, όπως σαφώς δηλώνεται από τον ευαγγελιστή, ο φόβος της θρησκευτικής απομόνωσης. Το τρίτο, κατά συνέπεια, βήμα στον αγώνα των χριστιανών για την απαλλαγή του κόσμου από το κακό είναι η απαλλαγή των ίδιων από τη θρησκευτική κατανόηση της πίστης τους.
     Όλα τα παραπάνω, βέβαια, δεν σημαίνουν άρνηση της θεολογίας ή της εκκλησιαστικής ένταξης. Ο πρώην τυφλός δεν αφήνεται σε μια άλογη, συναισθηματική αποδοχή του Χριστού. Αναπτύσσει μια εξίσου λογική θεολογική επιχειρηματολογία με εκείνη των Φαρισαίων: «Εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τούς αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν' ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από τον Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα»[8].Δεν αρκείται όμως στη βεβαιότητα της επιχειρηματολογίας του, ούτε επαναπαύεται στην ατομική του σωτηρία από την τυφλότητα, αλλά κρατάει τα μάτια του ανοιχτά για να αναγνωρίσει τον Χριστό όταν εκείνος θα του αποκαλυφθεί. Και μόνον όταν βεβαιώνεται για την αυθεντικότητα της εμπειρίας του, ομολογεί την πίστη του στον Υιό του Θεού και προσκυνά τον Ιησού.
     Αυτήν την προσκύνηση ζητά ο Χριστός από τους πιστούς του και αυτή η λατρεία μπορεί να κάνει αισθητή την παρουσία του Θεού στον κόσμο και να τον απαλλάξει από το κακό. Ο Χριστός δεν ήρθε στη γη για να σωθούν μερικοί καλοί χριστιανοί· ήρθε για να γίνει φως του κόσμου όλου, για να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και αυτό αποτελεί ευθύνη του κάθε χριστιανού χωριστά και όλων μαζί.




[1]Ιωα 9:41
[2] Ιωα 9:2
[3] Ιωα 9:3
[4] Εκκ 1:2· 12:8
[5]Ιωα 9:5
[6] Γεν 1:31
[7] Ιωα 9:28-29
[8]Ιωα 9:30-33

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου